- ψογερός
- ψογερόςfond of blamingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψογερός — ά, όν, ΜΑ (με ενεργ. σημ.) (στην αρχ. κυρίως ως προσωνυμία τού Αρχιλόχου) αυτός που συνηθίζει να κατακρίνει, να κατηγορεί, φιλοκατήγορος αρχ. (με παθ. σημ.) (κατά τον Ησύχ.) ο αξιόμεμπτος. επίρρ... ψογερῶς ΜΑ μσν. με επίρριψη μομφής αρχ. με… … Dictionary of Greek
ψογερά — ψογερός fond of blaming neut nom/voc/acc pl ψογερά̱ , ψογερός fond of blaming fem nom/voc/acc dual ψογερά̱ , ψογερός fond of blaming fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψογερῶν — ψογερός fond of blaming fem gen pl ψογερός fond of blaming masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψογερόν — ψογερός fond of blaming masc acc sg ψογερός fond of blaming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψογεροῖς — ψογερός fond of blaming masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψογεροί — ψογερός fond of blaming masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψογερούς — ψογερός fond of blaming masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψογερῶς — ψογερός fond of blaming adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψογερώτατος — ψογερός fond of blaming masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίψογος — η, ο (AM ἐπίψογος, ον) εκτεθειμένος στον ψόγο, αξιοκατάκριτος («οὐδὲν μέντοι δεῑ θαυμάζειν τούτων τῶν ἐπιψόγων αὐτοῑς γιγνομένων», Ξεν.) αρχ. ψογερός, αυτός που ψέγει κάποιον («ἐπίψογος φάτις») … Dictionary of Greek